- αναγλύφω
- μετ. вырезать, высекать (рисунок, надпись); делать барельеф
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγλύφω — (Α ἀναγλύφω) σκαλίζω σκληρή επιφάνεια κοσμώντας την με ανάγλυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γλύφω. ΠΑΡ. αναγλυφή, ανάγλυφος] … Dictionary of Greek
ἀναγλύφῳ — ἀνάγλυφος wrought in low relief masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγλυφος — η, ο (Α ἀνάγλυφος, ον), 1. γλυπτή παράσταση που εξέχει από την επιφάνεια επάνω στην οποία είναι σκαλισμένη 2. λέγεται και για γράμματα που προεξέχουν σε ξύλινη, λίθινη ή μεταλλική πλάκα 3. το ουδ. ως ουσ. το ανάγλυφο* νεοελλ. 1. λέγεται επίσης… … Dictionary of Greek
αναγλυφή — η (Α ἀναγλυφή) ανάγλυφη παράσταση, ανάγλυφο νεοελλ. κατασκευή αναγλύφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγλύφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀναγλυφάριος] … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek